φυσιογνωμιστής

φυσιογνωμιστής
ο, Ν
μελετητής τής φυσιογνωμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογνωμία + κατάλ. -ιστής*. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φυσιογνωμισταί, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυσιογνωμιστής — ο αυτός που ασχολείται με τη φυσιογνωμία (βλ. λ.), που από τη φυσιογνωμία εξακριβώνει το χαρακτήρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιογνώμων — όγνωμον, και, για μετρικούς λόγους, φυσιγνώμων, ίγνωμον Α αυτός που διατυπώνει κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου μετά από μελέτη τών εξωτερικών του γνωρισμάτων, φυσιογνωμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γνώμων (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”